ΦΟΒΟΣ
Η λέξη φόβος είναι ουσιαστικό γένους αρσενικού. Περιγράφει ένα δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν κινδυνεύει να πάθει κάτι κακό: Ο φόβοςπαραλύει την κοινωνία. Την καθιστά ανίκανη να επιλύσει τις συγκρούσεις και τις καταστάσεις κρίσης.
Η λέξη προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά, όπου δήλωνε τη φυγή και τον πανικό που έτρεπε σε φυγή, αρχ. φέβομαι = τρέπομαι σε φυγή, φεύγω τρομοκρατημένος καθώς η αρχική της σημασία στον Όμηρο ήταν η πανικόβλητη φυγή από το πεδίο της μάχης (Μπαμπινιώτης). Σταδιακά η σημασία της λέξης αμβλύνθηκε περιγράφοντας ένα γενικότερο συναίσθημα, που στην ηπιότερη του μορφή χαρακτήριζε την αμφιβολία.
Στην ίδια οικογένεια ανήκει το επίθετο φοβισμένος, -η, -ο, που αποτελούσε μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φοβίζω (= προκαλώ φόβο). Το αρχαιοελληνικό ρήμα φοβώ έχει επιβιώσει στον παθητικό τύπο φοβάμαι.
Filed under: ΓΝΩΣΗ |